- υποθηκολόγος
- ο, Νναυτ. λιμενικός αξιωματικός ο οποίος τηρεί το ναυτικό υποθηκολόγιο στις κατά τόπους λιμενικές αρχές.[ΕΤΥΜΟΛ. < υποθήκη + -λόγος*].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
υποθηκολόγιο — το, Ν [υποθηκολόγος] ναυτ. επίσημο βιβλίο τών λιμενικών αρχών στο οποίο εγγράφονται οι υποθήκες τών πλοίων, αλλ. βιβλίο υποθηκών και κατασχέσεων … Dictionary of Greek